κατευθυνόμενος

κατευθυνόμενος
κατευθῡνόμενος , κατευθύνω
make
pres part mp masc nom sg
κατευθῡνόμενος , κατευθύνω
make
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατευθυνόμενος — η, ο βλ. κατευθύνω …   Dictionary of Greek

  • πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • τηλεκατευθυνόμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που μπορεί να κατευθύνεται από μακριά («τηλεκατευθυνόμενα παιχνίδια») 2. μτφ. αυτός που ενεργεί κατ εντολήν άλλων, οι οποίοι τόν κατευθύνουν χωρίς να φαίνονται 3. φρ. «τηλεκατευθυνόμενο βλήμα» στρ. βλήμα τού οποίου η τροχιά… …   Dictionary of Greek

  • Αμβρακία — I Αρχαία πόλη στον ποταμό Άραχθο, στη θέση της σημερινής Άρτας. Κατά τη μυθολογική παράδοση την είχε ιδρύσει o Άμβραξ, γιος του Θεσπρωτού, ή η Αμβρακία, κόρη του βασιλιά των Δρυόπων. Προστατευόταν με οχυρό τείχος, που είναι άγνωστο πότε χτίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • Κάβεντις, Τόμας — (Thomas Cavendish, 1560 – 1592). Άγγλος θαλασσοπόρος. Το 1586, επικεφαλής τριών καταδρομικών πλοίων και με εντολή της βασίλισσας Ελισάβετ, αναχώρησε από το Πλίμουθ κατευθυνόμενος προς τη Νότια Αμερική, για να επιχειρήσει πειρατική καταδρομή στα… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”